ὑποβαστακτήρ

ὑποβαστακτήρ
ὑποβαστακτήρ, ῆρος, ,
A underbearer, Hsch. s.v. ἐρείσματι.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υποβαστακτήρ — ῆρος, ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) αυτός που υποβαστάζει, το έρεισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑποβαστάζω + επίθημα τήρ (πρβλ. κολασ τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • ὑποβαστακτῆρι — ὑποβαστακτήρ underbearer masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”